MATS EILERTSEN: And Then Comes the Night [ECM
Records 2019]
Από τους κοντραμπασίστες που έχουν μεγάλη ιστορία στη γερμανική εταιρεία, αφού συμμετέχει σε 14 ECM-άλμπουμ (πέραν των
προσωπικών του ακούγεται και σε δίσκους των Trygve
Seim, Mathias Eick, Tord Gustavsen, Jacob Young κ.ά.), ο Eilertsen μας έχει απασχολήσει ξανά στο δισκορυχείον με εγγραφές του
και πέραν της
ECM (να θυμίσω το
άλμπουμ τού Alexi Tuomarila “Kingdom” στην Edition το 2017, το “Sun Moee” των Skydive Trio στην Hubro το 2015 και το “My Deal” του Nils-Olav Johansen στην Jazzaway το 2007).
Η πιο πρόσφατη παρουσία τού
νορβηγού κοντραμπασίστα στην ECM
αφορά στο CD “And Then Comes the Night”, που γίνεται σε
συνεργασία με τους Harmen Fraanje
πιάνο και Thomas Strønen ντραμς και που «πιάνει»
τον Eilertsen σε μια κάπως… zen φάση.
Εννοώ πως το άλμπουμ αυτό είναι ένα ήσυχο και απέριττο
«κατασκεύασμα», αρκετά υποβλητικό ανά φάσεις, που εξελίσσεται αργά, χωρίς να
εκβιάζει την προσοχή του ακροατή, κατακτώντας την, επιστημονικώς, με το δικό
του τρόπο. Φυσικά, πρόκειται για ένα κλασικό πιάνο-τρίο, που αποδίδει, εδώ,
αποκλειστικώς δικές του συνθέσεις, συνθέσεις των μελών του εννοώ (με τον Eilertsen να
συμμετέχει στις οκτώ από τις δέκα συνολικώς).
Η μουσική δεν είναι… συνήθως-jazz με τη στενή (και αμερικανική)
έννοια. Είναι jazz με
την ευρύτερη βορειοευρωπαϊκή, με την οικοδόμηση εκείνων που αποκαλούμε
«ηχοτοπία», κάποιων «άδειων» χώρων δηλαδή, κάπως «ψυχρών», αλλά με μιαν
ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και… ποιητική.
Γνωστά πράγματα λέμε.
Το πιο δυναμικό track του CD
είναι το φερώνυμο “Then comes the night”,
που είναι σύνθεση και των τριών (Fraanje, Eilertsen,
Strønen) και το οποίον κείται... τρίτο πριν από
το τέλος. Εκεί, σ’ αυτό, οι Fraanje,
Eilertsen και Strønen είναι σχεδόν ένα άλλο γκρουπ.
JOE LOVANO: Trio Tapestry [ECM Records, 2019]
Μπορεί ο Joe Lovano
να έχει εμφανισθεί σε διάφορα ECM-άλμπουμ,
ας πούμε στις μπάντες των Paul Motian,
John Abercrombie και Steve Kuhn, αλλά, όλως περιέργως, δεν
είχε μέχρι σήμερα ένα δικό του άλμπουμ, που να εμφανίζεται ως leader. Τώρα όμως έχει. Ο λόγος, για το “Trio Tapestry”, στο οποίο τον
συνοδεύουν η Marilyn Crispell
στο πιάνο και ο Carmen Castaldi
στα ντραμς. Εδώ ο Lovano χειρίζεται τενόρο σαξόφωνο, tarogato και gongs, συνθέτοντας και τα έντεκα
κομμάτια του CD (και LP).
Η μουσική του Joe Lovano είναι ιδιόμορφη. Γενικώς θα την αποκαλούσαμε προχωρημένη jazz, ναι contemporary, αλλά επειδή με το contemporary
μπορεί να υπάρξουν παρανοήσεις (ως contemporary, φερ’ ειπείν, χαρακτηρίζεται και η jazz της Δυτικής Ακτής) το «προχωρημένη»
είναι καλύτερο. Επίσης δεν ταιριάζει εδώ ούτε το avant-jazz, κυρίως γιατί ο λυρισμός των συνθέσεων του Lovano εξουδετερώνει
την πιο εικονοκλαστική πλευρά τής μουσικής του.
Είναι όμως και cool, συγχρόνως, οι συνθέσεις του Lovano. Υπάρχει, δηλαδή, συναίσθημα,
αλλά αυτό φαίνεται να περιορίζεται μέσα σε κάποια πλαίσια. Υπάρχει έλεγχος,
όπως υπάρχει και ισχυρό παιγνίδι (όχι ως «ένταση») από τα κρουστά, που δρουν σε
πίσω πλάνο, αλλά αν τα απομονώσεις ακούγονται εκκωφαντικά. Αντιθέτως, το πιάνο
της Crispell ακολουθεί
τούς αυτούς μελωδικούς δρόμους με τα πνευστά του Lovano, καθώς ορμά μέσα από λίγες νότες
και αργά tempi, δημιουργώντας
ναι μεν άπλετες αλλά κάπως abstract μελωδικές καταστάσεις.
Γενικώς η jazz του “Trio Tapestry”
δεν είναι εύκολη στο μέσο αυτί. Είναι μια jazz περιβάλλοντος χώρου, με λίγες εκρήξεις και με περισσότερο
υπόγεια δύναμη.
DOMINIC MILLER: Absinthe [ECM Records, 2019]
Ο κιθαρίστας Dominic Miller,
που είναι γεννημένος στην Αργεντινή, από αμερικανό πατέρα και από ιρλανδή
μητέρα, είναι βασικά γνωστός ως κιθαρίστας του Sting (καθώς εμφανίζεται σε αρκετά
άλμπουμ του). Στην ECM
έσκασε για πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια με το “Silent Light”, ενώ τώρα έχει ένα
δεύτερο άλμπουμ εκεί, το “Absinthe”.
Το “Absinthe”
περιλαμβάνει δέκα συνθέσεις του και ακούγονται σ’ αυτό (πέραν του Miller) οι Santiago Arias μπαντονεόν,
Mike Lindup πλήκτρα,
Nicolas Fiszman μπάσο και Manu Katché ντραμς.
Οι μουσικές του Miller, οι οποίες στηρίζονται στις μελωδίες και περαιτέρω στις αναπτύξεις των
μελωδιών, είναι γενικώς ντελικάτες. Αυτή η λεπτή ομορφιά τους
υπογραμμίζεται βεβαίως από το μπαντονεόν (ένα κλασικό όργανο της πατρίδας του)
και βεβαίως από την κιθάρα του, που προβάλλει ευγενή ηχοχρώματα, χτισμένα προσεκτικά,
άνευ ενορχηστρωτικών εξαλλοσύνων.
Οι μελωδίες είναι απλές, και αναπτύσσονται μ’ έναν τρόπο όχι
jazz, αλλά κάπως
«ελαφρύ» (δεν το λέμε ως μειονέκτημα αυτό), κυρίως εμπνευσμένων από το tango και από άλλα ανάλογα
(ελαφρά, λαϊκά) ακούσματα.
Η χάρη, η ομορφιά και η απλότητα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά
των μουσικών του Miller,
που μπορούν να σου κρατήσουν καλή συντροφιά… ιδίως ένα μουντό ανοιξιάτικο
απόγευμα, όπως το συγκεκριμένο (όλως τυχαίως, τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, όχι όταν θα το δημοσιεύσω, είναι 17 Μαΐου κι έξω βρέχει).
DAVID TORN / TIM BERNE / CHES SMITH: Sun of Goldfinger
[ECM Records, 2019]
Είναι παρατηρημένο. Μέσα σε κάθε τυχαία ομάδα άλμπουμ της ECM (ανάμεσα σε 4-5 CD δηλαδή) θα υπάρχει πάντα
ένα άλμπουμ που θα φεύγει. Ένα άλμπουμ που κάποιοι θα το πουν «αριστούργημα»,
κάποιοι «προχωρημένο», κάποιοι «ξεχωριστό» ή ό,τι άλλο σχετικό και ανάλογο. Όλα
τα άλμπουμ της γερμανικής εταιρείας έχουν ενδιαφέρον και άρα είναι καλά, κάποια
όμως είναι παραπάνω από καλά… και το “Sun of Goldfinger” είναι ένα απ’ αυτά.
David Torn ηλεκτρικές κιθάρες, live-λούπες, ηλεκτρονικά, Tim Berne άλτο σαξόφωνο, Ches Smith ντραμς, ηλεκτρονικά, ταμπού (βαρελόμορφο
ντραμ από την Αϊτή) είναι οι βασικοί παίκτες-συνθέτες-αυτοσχεδιαστές εδώ, σ’
ένα CD
που περιλαμβάνει μόνο τρία 23λεπτα tracks. Το τι συμβαίνει, τώρα, σ’ αυτά τα tracks, δεν μπορώ να το περιγράψω
ακριβώς, καθότι λέξεις ή χαρακτηρισμοί όπως… πειραματική-ηλεκτρονική jazz μπορεί κάτι να
αποδίδουν, αλλά στην πράξη απέχουν πολύ από εκείνο που συμβαίνει.
Το πρώτο track,
το “Eye meddle”
μπορεί να στηρίζεται πάνω στους σαξοφωνισμούς του Berne, αλλά εκείνο που συμβαίνει «πίσω»
είναι το ίδιο ή και περισσότερο συναρπαστικό. Και οι δύο φάσεις τού κομματιού
(και η πιο ήπια αρχική electronic-jazz και η σφοδρότατη fusion-space από το 11:40
και μετά) είναι εντυπωσιακές, φέρνοντας συχνά στη μνήμη τους King Crimson σε
live (θυμηθείτε τον Mel Collins στο “Earthbound” – εξάλλου ο Torn έχει
παίξει με τους Tony Levin και Bill Bruford).
Ακόμη πιο απίστευτο είναι το δεύτερο track, το “Spartan, before it hit”, στο οποίο συμμετέχει κουαρτέτο
εγχόρδων (Scorchio Quartet)
και ακόμη ο Craig Taborn πιάνο, ηλεκτρονικά, όπως και οι κιθαρίστες Mike Baggetta και
Ryan Ferreira. Η σύνθεση πολύ
γρήγορα αποκτά ιλιγγιώδεις τόνους, καθώς δοκιμάζεται, προς το μέσον της, από
κιθαριστικές εκρήξεις, πριν αποκτήσει, προς το τέλος της, πιο πολλά avant και ambient χαρακτηριστικά.
Στο τελευταίο track, το “Soften the blow”,
οι Torn, Berne και
Smith προσφέρουν
μιαν ακόμη avant-jazz-electronic περιήγηση, περισσότερο improv σε
σχέση με τις δύο προηγούμενες και με συνεχή breaks πότε από το άλτο και πότε από την ηλεκτρική κιθάρα,
αραδιασμένα πάνω σ’ αυτόν τον περιπετειώδη καμβά. Η καταιγιστική εξέλιξη και
του “Soften the blow”
δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία πως το τρίο των Torn, Berne και Smith είναι ένα σχήμα μεγάλων
οργανοπαικτών που, εκτός του δίσκου, θα διέπρεπε και στο live.
Η ECM Records
εισάγεται από την ΑΝ Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου