VIJAY IYER / CRAIG TABORN: The Transitory Poems
[ECM Records, 2019]
Δύο από τους πιο νέους και πιο αξιοσημείωτους πιανίστες της jazz (και πέραν αυτής), οι
σχεδόν συνομήλικοι Vijay Iyer
(γενν. 1971) και ο Craig Taborn
(γενν. 1970), συναντιούνται στο “The Transitory Poems”, ένα άλμπουμ που είναι ζωντανά
ηχογραφημένο στο concert hall της Franz Liszt Academy of Music,
στη Βουδαπέστη, την 12η Μαρτίου 2018. Οι επτά από τις οκτώ συνθέσεις, που αποτυπώνονται
εδώ, είναι δικές τους, ενώ μόλις το ένα μέρος από το έσχατο τριμερές “Meshwork / Libation / When Κabuya dances” αποτελεί version, καθώς ανήκει στην Geri Allen.
Δεν είναι πρωτόφαντη η συνεργασία των Iyer και Taborn (στο
“The Transitory Poems”), καθώς φαίνεται πως
συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο άλμπουμ “Far Side” [ECM,
2010] των Roscoe Mitchell The Note Factory.
Μάλιστα, εκείνη η κοινή παρουσία τους τούς έδωσε τη δυνατότητα να μοιραστούν, στην
πορεία, κάμποσες φορές την ίδια σκηνή, πριν καταλήξουν (και) στη δισκογραφία.
Στο υλικό που αποτυπώνεται στο “The Transitory Poems” χωράει πολύς
αυτοσχεδιασμός (έστω και πάνω σε μια προσυνεννοημένη βάση), ενώ οι
αναφορές-αφιερώσεις σε πιανίστες όπως οι Cecil Taylor, Muhal Richard Abrams
και Geri Allen δείχνουν τον τρόπο της πιανιστικής σκέψης των Iyer και Taborn, που διαπνέεται (η σκέψη) από
ποικίλες παραδόσεις, που μπορεί να ξεκινούν από τη λυρικό ιμπρεσιονισμό και να
καταλήγουν στην πρωτοπορία.
Βαρύ, αλλά απολύτως ενδιαφέρον άκουσμα, που, ίσως, θα ταίριαζε
περισσότερο στην ετικέτα ECM New Series.
STEPHAN MICUS: White Night [ECM Records, 2019]
Όσο και να ψάξεις στη δισκογραφία πολύ δύσκολα θα
συναντήσεις κάποιο μουσικό, που να έχει ξεκινήσει τη διαδρομή του πριν από 47
χρόνια, εξακολουθώντας, μέχρι και σήμερα, να δίνει σπουδαίους δίσκους. Και τούτο
να το πράττει όχι αραιά και πού, ανά διαστήματα δηλαδή, βγάζοντας ένα δίσκο
κάθε πέντε ή δέκα χρόνια, αλλά συνεχώς και χωρίς σταματημό.
Ο Micus
έχει ηχογραφήσει 27 άλμπουμ (η πληροφορία είναι από το discogs – και ελπίζω να μην έχει
ξεχαστεί κάποιο), πράγμα που σημαίνει πως ανά δύο χρόνια, χοντρικώς, είναι στο
στούντιο για να γράψει… για να γράψει το επόμενο αριστούργημά του δηλαδή,
καθότι πολύ δύσκολα θα βρεις κάτι στη δισκογραφία του, που να ηχεί κατώτερα.
Στην πιο πρόσφατη δουλειά του, που αποκαλείται “White Night”, ο γερμανός μουσικός πράττει εκείνο που ξέρει καλύτερα απ’
όλους. Να στήνει ένα υπερβατικό, πνευματικό σκηνικό, χωρίς άλλους δίπλα του,
παίζοντας όλα τα όργανα μόνος του και χτίζοντας βήμα-βήμα εκείνη την ηχητική
ατμόσφαιρα που θέλει και επιδιώκει. Και τούτο να συμβαίνει, χωρίς εμφανείς παραπομπές
σε συγκεκριμένες παραδόσεις, αλέθοντας με το δικό του τρόπο τις ποικίλες
μουσικές των λαών, προτείνοντας, πάντα, κάτι δικό του και κάτι ξεχωριστό.
Έτσι λοιπόν, αν υπάρχει, στην περίπτωση του Micus, κάτι που να προδίδει
τις εκάστοτε αναφορές του, εκείνο σχετίζεται μόνο με τα συγκεκριμένα όργανα,
που κάθε φορά χρησιμοποιεί – γιατί, από ’κει και κάτω, οι συνθέσεις του είναι
τόσο ερμητικές, τόσο συμπαγείς και τόσο ιδιότυπες, ώστε πολύ δύσκολα αναλύονται
σε… επιμέρους. Σε ό,τι επιμέρους.
Τι ακούμε λοιπόν εδώ; Καλίμπες από Τανζανία, Μποτσουάνα,
Ναμίμπια και Αιθιοπία, ιδιοκατασκευασμένη 14χορδη κιθάρα, αρμένικο duduk, δυτικο-αφρικανική άρπα
sinding, γκανέζικο talking drum dondon και αιγυπτιακό nay.
Στα χέρια κάποιου τυπικού, έντεχνου, μουσικού του κόσμου,
αυτά τα όργανα θα μπορούσε να δώσουν μιαν ηχητική «σαλάτα», στα χέρια του Stephan Micus δίνουν (το ξαναλέμε)
ένα αριστούργημα.
(Η λέξη «αριστούργημα» μπορεί να φαίνεται κοινή και
πολύ-χρησιμοποιημένη, άρα να χάνει κάπου το νόημά της, αλλά για τα άλμπουμ του Stephan Micus δεν υπάρχει άλλη).
RALPH ALESSI: Imaginary Friends [ECM Records,
2019]
Τρομπετίστας με μεγάλη καριέρα-διαδρομή, ο Ralph Alessi έχει βρεθεί δίπλα σε
τρανά ονόματα σαν τον Sam Rivers
ή τον Fred Hersch,
έχοντας συνεργαστεί επίσης με τους Uri Caine, Steve Coleman,
Ravi Coltrane κ.ά. Κοντά σ’ αυτά
και η προσωπική δισκογραφία του, που περιλαμβάνει κάμποσα άλμπουμ (και στην ECM και πέραν αυτής), μια
δισκογραφία που τώρα βρίσκεται σε νέο σκαλί, που τιτλοφορείται “Imaginary Friends”.
Σ’ αυτό το CD,
που περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις τού Alessi, δίπλα στον αμερικανό τρομπετίστα παρατάσσονται οι Ravi Coltrane τενόρο σαξόφωνο,
σοπρανίνο, Andy Milne πιάνο, Drew Gress
κοντραμπάσο και Mark Ferber
ντραμς. Μουσικοί με πείρα, σε κάθε περίπτωση, που αποδεικνύονται ιδανικοί στη
διευθέτηση των συγκεκριμένων συνθέσεων, οι οποίες κινούνται στην αιχμή εκείνου
που θα αποκαλούσαμε contemporary jazz.
Λεπτεπίλεπτος και ραφιναρισμένος αυτοσχεδιασμός οπωσδήποτε υπάρχει εδώ, αλλά
είναι τόσο σοφά ενταγμένος μέσα σ’ αυτό το άρτιο μελωδικό πλάνο, που ορίζει ο Alessi, ώστε το τελικό
πλαίσιο να καθορίζεται περισσότερο από τις δεσμεύσεις του, παρά από τις
ελευθερίες του.
Με συνθέσεις, κυρίως, μέσης και μεγάλης διάρκειας, ο Ralph Alessi, οδηγεί μια μπάντα,
που θα βρίσκεται πάντα «εκεί», έτοιμη να ανταποκριθεί πλήρως και ανά πάσα
στιγμή σ’ αυτό το ελαφρώς σοφιστικέ είδος jazz, που διαθέτει παντού φίλους.
BILL FRISELL / THOMAS MORGAN: Epistrophy [ECM Records,
2019]
Ο Thomas Morgan είναι αμερικανός μπασίστας, σχετικώς νέος ακόμη (είναι 38 ετών),
αλλά με μεγάλη πορεία πίσω του – και στην ECM, καθώς έχει εμφανισθεί σε άλμπουμ των Tomasz Stanko, John Abercrombie, Craig Taborn, Giovanni Guidi, Jakob Bro κ.ά.
Ο δε Bill Frisell δεν χρειάζεται, νομίζουμε, συστάσεις, καθώς ο κιθαρίστας
αυτός από τη Βαλτιμόρη, που πλησιάζει τα 70, είναι ένα κεφάλαιο από μόνος του
στο βιβλίο της… σύγχρονης μουσικής.
Στο “Epistrophy”
Frisell και Morgan δεν
συνεργάζονται για πρώτη φορά, καθώς έχει προηγηθεί το προπέρσινο “Small Town” [ECM, 2017], που ήταν ζωντανά
ηχογραφημένο στο Village Vanguard
(της Νέας Υόρκης) τον Δεκέμβριο του 2016. Ζωντανά ηχογραφημένο, και μάλιστα
στον ίδιο χώρο (Μάρτιος 2016), είναι όμως και το “Epistrophy”, οπότε, αν και προηγείται
ημερολογιακώς του “Small Town”,
δισκογραφικώς δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια συνέχειά του.
Στο άλμπουμ καταγράφονται εννέα tracks, που αποτελούν όλα versions. Tracks των Jerome Kern, Doc Pomus, John Barry, Billy Strayhorn, Thelonious Monk κ.ά.,
ενώ ανάμεσα διασκευάζεται κι ένα παραδοσιακό, το “Red river valley”.
Η προσέγγιση είναι λιτή, καθώς την… λιτότητα την επιβάλλει
κατά μίαν έννοια το σχήμα κιθάρα-κοντραμπάσο και οπωσδήποτε με πολλά
παρεμβατικά αυτοσχεδιαστικά στοιχεία, που δείχνουν την εξοικείωση του ντούο με
το εν λόγω ρεπερτόριο, και βεβαίως την άνεσή του να ξεπερνά τις βασικές-αρχικές
μελωδίες, ανατρέποντας τη φυσική ροή τους, προς χάριν μιας πιο ελεύθερης και
περιπετειώδους διαδρομής.
Όχι εύκολο άκουσμα, που έχει όμως τις στιγμές του (για
όλους).
Η ECM Records εισάγεται
από την ΑΝ Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου