Έχω την γνώμη πως ο Λόλεκ ξεφούσκωσε πολύ γρήγορα. Έκανε
εκείνο το εντυπωσιακό ντεμπούτο το 2009, αλλά από ’κει κάτω οι επόμενοι δίσκοι
του δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες που αρχικώς δημιουργήθηκαν.
Το «Άγρια» [Inner Ear, 2022] είναι το τέταρτο άλμπουμ του, εν τω μεταξύ, επτά χρόνια μετά το «Ουρανός Μολύβι» (2015) και αυτό που συνοψίζει, υποτίθεται, κι έτσι πρέπει να συμβαίνει, όλα όσα σήμερα (ή στο μεσοδιάστημα από το ’15 μέχρι τώρα) τον απασχόλησαν και τον απασχολούν. Και στο επίπεδο του στίχου, και στο επίπεδο των μουσικών, των ενοργανώσεων κ.λπ. Το πώς θα ακούγονται, εννοούμε, τα τραγούδια του – αν θα είναι μπαλάντες, rock, αν θα τραγουδιούνται ή αν θα είναι αφηγηματικά και όλα αυτά.
Το «Άγρια» [Inner Ear, 2022] είναι το τέταρτο άλμπουμ του, εν τω μεταξύ, επτά χρόνια μετά το «Ουρανός Μολύβι» (2015) και αυτό που συνοψίζει, υποτίθεται, κι έτσι πρέπει να συμβαίνει, όλα όσα σήμερα (ή στο μεσοδιάστημα από το ’15 μέχρι τώρα) τον απασχόλησαν και τον απασχολούν. Και στο επίπεδο του στίχου, και στο επίπεδο των μουσικών, των ενοργανώσεων κ.λπ. Το πώς θα ακούγονται, εννοούμε, τα τραγούδια του – αν θα είναι μπαλάντες, rock, αν θα τραγουδιούνται ή αν θα είναι αφηγηματικά και όλα αυτά.
Όταν βγάζεις δίσκο μετά από επτά χρόνια όλοι περιμένουν να
δούνε, κατ’ αρχάς, αν άξιζε αυτή η αναμονή. Αν δικαιολογείτο το «περίμενε» ή αν
συνέβη, ό,τι συνέβη, έτσι κάπως τυχαίως, χωρίς πολλή σκέψη και σχέδιο.
Ακούγοντας δυο-τρεις-τέσσερις φορές το «Άγρια» δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα μέσα μου αυτή την έκπληξη της επανεμφάνισης ενός τραγουδοποιού, μετά από τόσον καιρό.
Το άλμπουμ θα το χαρακτήριζα μέτριο, γενικώς, με ελάχιστες πολύ καλές και καλές στιγμές, αρκετές μέτριες και ορισμένες κάτω του μετρίου ή και κακές.
Ας πούμε λοιπόν πως το «Άγρια» ξεκινάει αρκετά καλά, με τα «Ίντρο» και «Παμ παμ παμ», συνεχίζοντας συμπαθητικά με το «Άγρια» (καλοί οι στίχοι από κάποιον / κάποια Α.Μ) και με τον Λόλεκ να θυμίζει κάπως The Boy στο τραγούδισμα (ή στο περίπου τραγούδισμα). Και τα τρία αυτά κομμάτια κινούνται στο χώρο του σύγχρονου indie-rock, με την πιο πολλή δουλειά να μην έχει γίνει στο δωμάτιο του Λόλεκ, αλλά στο στούντιο – κι εννοούμε με αυτό πως το στούντιο είναι σοβαρός παίκτης εδώ, και πως σ’ αυτό οφείλεται εν πολλοίς το εξωτερικό περίβλημα των τραγουδιών.
«Το κυνήγι» είναι το πρώτο μέτριο ή και κάτω του μετρίου κομμάτι του δίσκου. Ανερμάτιστο στιχουργικά, προσπαθεί να εντυπωσιάσει μέσω ήχου, αλλά το αποτέλεσμα είναι λίγο. Όλα αυτά που προστίθενται στο track δείχνουν, απλώς, πόσο γυμνό είναι «Το κυνήγι» στο κύτταρό του.
Και το επόμενο όμως, το «Απουσία», που είναι περισσότερο αφηγηματικό, δεν σε πιάνει, όπως θα έπρεπε να σε πιάνει. Ο Νίκος Βελιώτης που παίζει τσέλο ή και το κόρνο που ακούγεται στριμωγμένο μέσα στις κιθάρες και τον θόρυβο δεν αρκούν, για να μετασχηματίσουν προς τα πάνω ένα αληθινά ενδιαφέρον, στη βάση του, track.
H πλευρά θα κλείσει με το «Σε γαμάνε η μαμά και ο μπαμπάς σου (This be the verse)», που είναι ένα γνωστό ποίημα του Philip Larkin, μεταφρασμένο από τον Αύγουστο Κορτώ. Εμένα το ποίημα αυτό δεν μου αρέσει καθόλου, το θεωρώ κοινότοπο και ό,τι λέγεται (που δεν το κρίνω εδώ) λέγεται με αντι-ποιητικό τρόπο. Για ένα τόσο σοβαρό θέμα, με το οποίο καταπιάνεται το ποίημα, θα περίμενα κάτι υψηλότερο σε επίπεδο εκφοράς (δεν λέω νοημάτων). Η δε μελοποίηση είναι κάπως ασθματική, επώδυνη (είναι και το γενικώς «Άγρια» του τίτλου), δίχως να δημιουργεί κάτι. Ή ίσως και να δημιουργείται... Δεν ξέρω... Δεν είμαι αυτού του mood («η δυστυχία προχωράει γενιά γενιά») και δεν συμμερίζομαι το γενικότερο δύσθυμο, μαύρο και απαισιόδοξο concept.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με το «Οι άλλοι», που είναι από τις καλές στιγμές του δίσκου – αν και πάντα θα μου ακούγεται «ενοχλητική» η καλλιέπεια του στούντιο. Προτιμώ, σε χοντρές γραμμές, τα κομμάτια να ακούγονται πιο στεγνά, χωρίς πολλή περιποίηση.
Το επόμενο κομμάτι αποτελεί διασκευή του λαϊκού «Αυτός ο άνθρωπος» (Λυκούργος Μαρκέας, Μάρω Μπιζάνη, Ρίτα Σακελλαρίου). Την διασκευή την θεωρώ κακή, ενώ φέρνει στην μνήμη μου τον επίσης κακό δίσκο «Λύκοι στη Χώρα των Θαυμάτων» των Γιάννη Αγγελάκα / Νίκου Βελιώτη από το 2019. Το κομμάτι μοιάζει σαν να περίσσεψε από ’κει... και τέλος πάντων θεωρώ την version αυτή κάπως σαν ιεροσυλία (για το συγκεκριμένο λαϊκό), επειδή διαλύει εντελώς το mood του τραγουδιού, μετατρέποντάς το σε κάτι άλλο, σε κάτι ξένο και τελείως άχαρο.
Η «Παράδοση», σε στίχους De-Metria (να υποθέσω ότι είναι η De-Metria του “Pillow Shifter”;), είναι ένα αφηγηματικό track, με συνοδεία μουσικής φυσικά. Οι στίχοι, και σε σχέση με την ποιητικότητά τους το λέμε, είναι ίσως οι ωραιότεροι του δίσκου, αλλά το track σαν κομμάτι δεν ελκύει. Προτιμώ να διαβάζω σκέτα τους στίχους από το innersleeve. Ούτε η μουσική, ούτε η απαγγελία από τον Λόλεκ προσφέρουν κάτι το επιπρόσθετο και ξεχωριστό.
Με το ίδιο μοτίβο ξεκινά και το τελευταίο track του δίσκου, το «Η γλυκιά σου ματιά» –λέω ξεκινά, γιατί στην πορεία μετατρέπεται σε τραγούδι, μετά ξανα-μετατρέπεται σε αφήγηση κ.λπ.–, που είναι και αυτό ένα από τα ωραιότερα του «Άγρια».
Δεν ξέρω... ή όχι... ξέρω... Θα χρειαζόμουν πολλά περισσότερα για να πω πως, ναι, άξιζε τον κόπο να περιμένει κανείς επτά χρόνια, για τον νέο δίσκο του Λόλεκ. Τώρα, όμως, δεν θα το πω.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Ακούγοντας δυο-τρεις-τέσσερις φορές το «Άγρια» δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα μέσα μου αυτή την έκπληξη της επανεμφάνισης ενός τραγουδοποιού, μετά από τόσον καιρό.
Το άλμπουμ θα το χαρακτήριζα μέτριο, γενικώς, με ελάχιστες πολύ καλές και καλές στιγμές, αρκετές μέτριες και ορισμένες κάτω του μετρίου ή και κακές.
Ας πούμε λοιπόν πως το «Άγρια» ξεκινάει αρκετά καλά, με τα «Ίντρο» και «Παμ παμ παμ», συνεχίζοντας συμπαθητικά με το «Άγρια» (καλοί οι στίχοι από κάποιον / κάποια Α.Μ) και με τον Λόλεκ να θυμίζει κάπως The Boy στο τραγούδισμα (ή στο περίπου τραγούδισμα). Και τα τρία αυτά κομμάτια κινούνται στο χώρο του σύγχρονου indie-rock, με την πιο πολλή δουλειά να μην έχει γίνει στο δωμάτιο του Λόλεκ, αλλά στο στούντιο – κι εννοούμε με αυτό πως το στούντιο είναι σοβαρός παίκτης εδώ, και πως σ’ αυτό οφείλεται εν πολλοίς το εξωτερικό περίβλημα των τραγουδιών.
«Το κυνήγι» είναι το πρώτο μέτριο ή και κάτω του μετρίου κομμάτι του δίσκου. Ανερμάτιστο στιχουργικά, προσπαθεί να εντυπωσιάσει μέσω ήχου, αλλά το αποτέλεσμα είναι λίγο. Όλα αυτά που προστίθενται στο track δείχνουν, απλώς, πόσο γυμνό είναι «Το κυνήγι» στο κύτταρό του.
Και το επόμενο όμως, το «Απουσία», που είναι περισσότερο αφηγηματικό, δεν σε πιάνει, όπως θα έπρεπε να σε πιάνει. Ο Νίκος Βελιώτης που παίζει τσέλο ή και το κόρνο που ακούγεται στριμωγμένο μέσα στις κιθάρες και τον θόρυβο δεν αρκούν, για να μετασχηματίσουν προς τα πάνω ένα αληθινά ενδιαφέρον, στη βάση του, track.
H πλευρά θα κλείσει με το «Σε γαμάνε η μαμά και ο μπαμπάς σου (This be the verse)», που είναι ένα γνωστό ποίημα του Philip Larkin, μεταφρασμένο από τον Αύγουστο Κορτώ. Εμένα το ποίημα αυτό δεν μου αρέσει καθόλου, το θεωρώ κοινότοπο και ό,τι λέγεται (που δεν το κρίνω εδώ) λέγεται με αντι-ποιητικό τρόπο. Για ένα τόσο σοβαρό θέμα, με το οποίο καταπιάνεται το ποίημα, θα περίμενα κάτι υψηλότερο σε επίπεδο εκφοράς (δεν λέω νοημάτων). Η δε μελοποίηση είναι κάπως ασθματική, επώδυνη (είναι και το γενικώς «Άγρια» του τίτλου), δίχως να δημιουργεί κάτι. Ή ίσως και να δημιουργείται... Δεν ξέρω... Δεν είμαι αυτού του mood («η δυστυχία προχωράει γενιά γενιά») και δεν συμμερίζομαι το γενικότερο δύσθυμο, μαύρο και απαισιόδοξο concept.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με το «Οι άλλοι», που είναι από τις καλές στιγμές του δίσκου – αν και πάντα θα μου ακούγεται «ενοχλητική» η καλλιέπεια του στούντιο. Προτιμώ, σε χοντρές γραμμές, τα κομμάτια να ακούγονται πιο στεγνά, χωρίς πολλή περιποίηση.
Το επόμενο κομμάτι αποτελεί διασκευή του λαϊκού «Αυτός ο άνθρωπος» (Λυκούργος Μαρκέας, Μάρω Μπιζάνη, Ρίτα Σακελλαρίου). Την διασκευή την θεωρώ κακή, ενώ φέρνει στην μνήμη μου τον επίσης κακό δίσκο «Λύκοι στη Χώρα των Θαυμάτων» των Γιάννη Αγγελάκα / Νίκου Βελιώτη από το 2019. Το κομμάτι μοιάζει σαν να περίσσεψε από ’κει... και τέλος πάντων θεωρώ την version αυτή κάπως σαν ιεροσυλία (για το συγκεκριμένο λαϊκό), επειδή διαλύει εντελώς το mood του τραγουδιού, μετατρέποντάς το σε κάτι άλλο, σε κάτι ξένο και τελείως άχαρο.
Η «Παράδοση», σε στίχους De-Metria (να υποθέσω ότι είναι η De-Metria του “Pillow Shifter”;), είναι ένα αφηγηματικό track, με συνοδεία μουσικής φυσικά. Οι στίχοι, και σε σχέση με την ποιητικότητά τους το λέμε, είναι ίσως οι ωραιότεροι του δίσκου, αλλά το track σαν κομμάτι δεν ελκύει. Προτιμώ να διαβάζω σκέτα τους στίχους από το innersleeve. Ούτε η μουσική, ούτε η απαγγελία από τον Λόλεκ προσφέρουν κάτι το επιπρόσθετο και ξεχωριστό.
Με το ίδιο μοτίβο ξεκινά και το τελευταίο track του δίσκου, το «Η γλυκιά σου ματιά» –λέω ξεκινά, γιατί στην πορεία μετατρέπεται σε τραγούδι, μετά ξανα-μετατρέπεται σε αφήγηση κ.λπ.–, που είναι και αυτό ένα από τα ωραιότερα του «Άγρια».
Δεν ξέρω... ή όχι... ξέρω... Θα χρειαζόμουν πολλά περισσότερα για να πω πως, ναι, άξιζε τον κόπο να περιμένει κανείς επτά χρόνια, για τον νέο δίσκο του Λόλεκ. Τώρα, όμως, δεν θα το πω.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Μπουζούκι στο πρώτο δίσκο του Λολεκ,έπαιζε ο Χρήστος Καψαλάκης...Το γνωρίζω επειδή ήταν γείτονας μου και λέω ήταν γιατί πέθανε ξαφνικά απο καρδιά
ΑπάντησηΔιαγραφή