Ο μαθηματικός Πέτρος Δραγουμάνος, που κρατάει και
επεξεργάζεται τα νούμερα της ελληνικής δισκογραφίας, μας πληροφορεί (στο mousikogramma.gr) πως μέσα στο 2022
κατασκευάστηκαν 376 ελληνικοί δίσκοι.
Επίσης μας λέει πως από το 1999 έως το 2011 είχαμε περισσότερους από 1000 ελληνικούς δίσκους κάθε χρόνο, πως τα έτη 2007 και 2008 η ετήσια δισκογραφική παραγωγή είχε ξεπεράσει τους 2000 δίσκους(!) και πως από το 2012 και μετά η παραγωγή είναι φθίνουσα, για να καταλήξουμε σήμερα σ’ αυτό το ισχνό... 376.
Τα νούμερα είναι, όπως πάντα, αποφασιστικά. Η κρίση στην παραγωγή «φυσικών μορφών» (LP, CD, κασέτες) είναι τεράστια, σε σχέση με το 2008 π.χ., και αυτό οφείλεται σε πολλούς και διαφόρους λόγους, που δεν είναι της ώρας να τους αναλύσουμε.
Επίσης ένα άλλο πολύ βασικό συμπέρασμα είναι πως έχει ανεβεί το ποσοστό των αξιόλογων και πολύ καλών δίσκων (στο σύνολο των φυσικών μορφών).
Οι καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα προτιμούν τις digital κυκλοφορίες, αλλά όταν είναι πολύ σίγουροι και σίγουρα για τον εαυτό τους, πως εκείνο που έχουν να προτείνουν προς εμάς αξίζει να... υλοποιηθεί, τότε το πράττουν. Αυτό σημαίνει πως όλοι (καλλιτέχνες και εταιρείες) αντιμετωπίζουν πλέον την δισκογραφία πολύ σοβαρά, γιατί και τα κόστη έχουν εκτοξευθεί, ανάμεσα σε άλλα, προχωρώντας στην παραγωγή υλικών μορφών μόνον αν είναι απολύτως σίγουροι για το απαραίτητον του πράγματος.
Όπως συμβαίνει, καλή ώρα, με αυτά τα τέσσερα άλμπουμ, που ακολουθούν...
ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Electric Solo
[defkaz Productions,
2022]
Επίσης μας λέει πως από το 1999 έως το 2011 είχαμε περισσότερους από 1000 ελληνικούς δίσκους κάθε χρόνο, πως τα έτη 2007 και 2008 η ετήσια δισκογραφική παραγωγή είχε ξεπεράσει τους 2000 δίσκους(!) και πως από το 2012 και μετά η παραγωγή είναι φθίνουσα, για να καταλήξουμε σήμερα σ’ αυτό το ισχνό... 376.
Τα νούμερα είναι, όπως πάντα, αποφασιστικά. Η κρίση στην παραγωγή «φυσικών μορφών» (LP, CD, κασέτες) είναι τεράστια, σε σχέση με το 2008 π.χ., και αυτό οφείλεται σε πολλούς και διαφόρους λόγους, που δεν είναι της ώρας να τους αναλύσουμε.
Επίσης ένα άλλο πολύ βασικό συμπέρασμα είναι πως έχει ανεβεί το ποσοστό των αξιόλογων και πολύ καλών δίσκων (στο σύνολο των φυσικών μορφών).
Οι καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα προτιμούν τις digital κυκλοφορίες, αλλά όταν είναι πολύ σίγουροι και σίγουρα για τον εαυτό τους, πως εκείνο που έχουν να προτείνουν προς εμάς αξίζει να... υλοποιηθεί, τότε το πράττουν. Αυτό σημαίνει πως όλοι (καλλιτέχνες και εταιρείες) αντιμετωπίζουν πλέον την δισκογραφία πολύ σοβαρά, γιατί και τα κόστη έχουν εκτοξευθεί, ανάμεσα σε άλλα, προχωρώντας στην παραγωγή υλικών μορφών μόνον αν είναι απολύτως σίγουροι για το απαραίτητον του πράγματος.
Όπως συμβαίνει, καλή ώρα, με αυτά τα τέσσερα άλμπουμ, που ακολουθούν...
ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Electric Solo
Δεν είναι η πρώτη φορά όπου ο κιθαρίστας, συνθέτης και
αυτοσχεδιαστής Μπάμπης Παπαδόπουλος κάνει-προτείνει ένα άλμπουμ μόνος του.
Εντελώς μόνος του. Ένα άλμπουμ σόλο κιθάρα, εννοούμε, στο οποίο ό,τι ακούγεται
να προέρχεται από εκείνον. Αυτό συμβαίνει και με το έσχατο “Electric Solo” του,
ένα πολύ περιποιημένο εικαστικώς CD, κλεισμένο σ’ ένα triple-folded all paper cover,
που είναι ηχογραφημένο τον Ιούνιο του 2022 στο Royal Alzheimer Hall, στην
Θεσσαλονίκη.
Σ’ αυτό το studio-session ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν
είναι... τελείως-τελείως μόνος του, απλώς με μια ηλεκτρική κιθάρα στα χέρια,
καθώς έχει στη διάθεσή του και διάφορα πεντάλια (για τα πόδια), τα οποία, και
σε κάθε περίπτωση, θεωρούνται κιθαριστικός εξοπλισμός. Περιττό να το πούμε πως
χωρίς αυτά τα πεντάλια θα ήταν αδύνατον να παραχθεί ό,τι ακούμε στο “Electric Solo”.
Το πρώτο που οφείλουμε να επισημάνουμε, λοιπόν, με αφορμή
και τούτο το άλμπουμ του Μπάμπη Παπαδόπουλου, είναι πως ο άνθρωπος αυτός, έχει
τον τρόπο, έχει βρει τον τρόπο, τον έχει «σπουδάσει», τον έχει οριοθετήσει και
ραφινάρει όσο δεν πάει άλλο – να μπορεί, δηλαδή, να σε «κρατάει» επί ένα
μιαμισάωρο, όντας μόνος του επάνω στη σκηνή.
Αυτό, για κιθαρίστα, δεν είναι κάτι καθημερινό – όπως
καθημερινό μπορεί να είναι για έναν πιανίστα, ας πούμε. Εντάξει, δεν είναι και
κάτι σπάνιο, καθώς σόλο άλμπουμ έχουν ηχογραφηθεί όλων των... οργανικών τύπων
και ειδών, αλλά, ξαναλέμε, πως χρειάζονται ιδιαίτερα κότσια, για να βγεις με
μια κιθάρα και μερικά πεντάλια, και να στηθείς, μόνος σου, απέναντι στον κόσμο.
Μπορεί εδώ, στο “Electric Solo”, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος να
μην έχει ακροατήριο, από κάτω, όμως δεν παύει εκείνο που πράττει, στο στούντιο
να είναι της ίδιας αμεσότητας, λειτουργικότητας και δυναμικής.
Εκείνο που κάνει εντύπωση με την περίπτωση τού συγκεκριμένου
κιθαρίστα (με την τρανή ιστορία στο χώρο, από τα χρόνια του ’80 ήδη, ως γνωστόν
θα πούμε) είναι ο τρόπος που διαχειρίζεται τον χρόνο στα μεγάλης διάρκειας
κομμάτια. Σ’ ένα 15λεπτο («Ο συνάχης») και σ’ ένα 19λεπτο («Μετά»), βασικά, ο
Μπάμπης Παπαδόπουλος μας παίρνει το σκαλπ.
Είναι κομμάτι αδιανόητο το τι σκαρφίζεται στο «Μετά», για να
το πάει από ’κει όπου το ξεκινάει έως εκεί όπου το καταλήγει. Είναι εμπειρία
πραγματική και αληθινή να τεντώσεις το volume σ’ αυτό το track, να αράξεις στην
πολυθρόνα σου, και να το ακούσεις απρόσκοπτα μέχρι το τέρμα, καθώς από τ’ αυτιά
σου θα περάσει όλη η ιστορία της ηλεκτρικής κιθάρας – από τα drones και το experimental
γενικώς κλίμα, μέχρι το krautrock και την psychedelic music και ακόμη το funk, το
free-improv, το folk, το progressive rock τα πάντα, και όλα τούτα δίχως να
αντιλαμβάνεσαι τα κρίσιμα σημεία των μεταβάσεων.
Κάτι ανάλογης... μαγείας συμβαίνει και με τον «Συνάχη» (του
Μάρκου Βαμβακάρη), που, στα δεκαπέντε λεπτά του, μπορεί να μην κάνει την
«τρελή» διαδρομή τού «Μετά», αλλά κατορθώνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου
αμείωτο, για τόσο μεγάλο διάστημα, με το συνεχές «σκάψιμό» του πάνω στην
μελωδία, και τις διαρκείς εμπνεύσεις με τα «γεμίσματα» από εφφέ, λούπες, noises,
drones κ.λπ.
Μπορεί κάποιο από το υλικό να είναι γνωστό από παλαιότερους
δίσκους του Μπάμπη Παπαδόπουλου, κάποια κομμάτια μπορεί να είναι επίσης γνωστά
από τα live, αλλά εδώ, στο “Electric Solo”, μιλάμε (και γράφουμε) για κάτι άλλο
– καθότι αυτά τα tracks γενικότερα και αυτά τα θέματα ειδικότερα, έτσι όπως
αναπτύσσονται, δεν μπορεί ποτέ να είναι εντελώς τα ίδια. Και άρα, ένα ακόμη
στοιχείο που διέπει, αναγκαστικώς την εγγραφή, είναι και ο αυτοσχεδιασμός, μαζί
με την φαντασία.
Σίγουρα οι συνθήκες αλλάζουν. Σίγουρα οι αστάθμητοι
παράγοντες είναι πολλοί. Σίγουρα το κοινό μπορεί να διαδράσει και να επηρεάσει
προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, όμως, και σε κάθε περίπτωση, αυτό που
ακούμε επί του προκειμένου, από το Royal Alzheimer Hall, δεν ξέρουμε πόσο
μπορεί ακόμη να «ανεβεί», μέσω μιας παράστασης εξελισσόμενης σε ζωντανή σκηνή.
Είναι ένα ερώτημα αυτό...
Εδώ, πάντως νοιώθεις ότι το «πράγμα» έχει πιάσει τα όριά του
– σ’ ένα δίσκο, τόσο μεστό και τόσο καίριο, ώστε να μοιάζει κάπως σαν...
ντοκουμέντο. Και είναι. Θα αποδειχθεί ότι είναι.
Επαφή: www.babispapadopoulos.gr
https://www.youtube.com/watch?v=hPUytOO2FOw
MODERN RESEARCH IN SOUND AND VIBRATION: Ηλέκτρα
[Intersonik Recordings, 2022]
Από το 2018 έως σήμερα οι Intersonik Recordings μας έχουν δώσει τρία
βινυλιακά άλμπουμ, που έχουν όλα νόημα. Για τα δύο πρώτα, δηλαδή τα “Electromagnetic Landscapes
(Unreleased Recordings
1983-2016)” του Δημήτρη Καμαρωτού και “Music for Short Films 1983-1992” της Πουπέτας Λάππα έχουμε γράψει παλαιότερα, ενώ
για το τρίτο και πλέον πρόσφατο, το «Ηλέκτρα» των Modern Research in Sound and Vibration, θα γράψουμε τώρα.
Πριν πούμε τα σχετικά για την τελευταία έκδοση, αξίζει να προηγηθεί το εξής. Μετά από τρεις κυκλοφορίες φαίνεται πως η μικρή αυτή εταιρεία επενδύει πολλά και στο εικαστικό μέρος του πράγματος. Όχι μόνον με τα «σωστά» χαρτιά και τα gatefold εξώφυλλα, αλλά και με την ιδιαίτερη κάθε φορά προσοχή, που απαιτούν οι ηχογραφήσεις. Στην περίπτωση της «Ηλέκτρας» το εξώφυλλο είναι εντυπωσιακό, μοιάζει με unipak, ενώ περιέχει 12σέλιδο LP-sized booklet, με κείμενα και φωτογραφίες, που αφορούν, βεβαίως, στο ηχητικό δρώμενο. Θα πούμε, όμως, περί τίνος ακριβώς πρόκειται και στην πορεία...
Το concept του άλμπουμ των Modern Research in Sound and Vibration είναι παράξενο.
Το ένα από τα δύο μέλη αυτής της μικρής παρέας, ο Ιβάν
Παπαδόπουλος, που δεν ξέρουμε αν είναι μουσικός με την κλασική έννοια, αφού
μάζεψε άχρηστα μεταλλικά και άλλα αντικείμενα από μάντρες με παλιοσίδερα,
διαλυμένα εργοστάσια, παλιατζίδικα, παζάρια κ.λπ., τα μεταμόρφωσε σε μουσικά
όργανα, ή μάλλον σε πηγές παραγωγής ήχων, αρχίζοντας να τις ηχογραφεί κάτω από
ένα καθεστώς «ελευθερίας» προφανώς.
Τα παράξενα, τα weird όργανα, δεν είναι κάτι άγνωστο στο χώρο των ηχογραφήσεων. Οι φουτουριστές είχαν τα intonarumori, ο Harry Partch είχε σειρά weird ιδιοκατασκευασμένων οργάνων, με τα οποία ηχογραφούσε κανονικά, όπως και ο Raymond Scott εξάλλου (αυτός ασχολιόταν με πρωτόλεια ηλεκτρονικά), ενώ ακόμη και στον χώρο της pop παράξενα όργανα έχει χρησιμοποιήσει η Björk, οι Kraftwerk και άλλοι πολλοί.
Βεβαίως εδώ έχουμε
την ιδιαιτερότητα να χρησιμοποιούνται, για την πραγμάτωση της «Ηλέκτρας»,
όργανα τελείως ιδιότροπα στην εμφάνισή τους, που μοιάζουν με παλιές
γραφομηχανές, πάγκους εργασίας, πίνακες παλαιών ηλεκτρικών ασφαλειών, μικρούς
τόρνους, τηλέτυπα κ.λπ. Οι κατασκευές είναι τελείως πρωτότυπες, αλλά μοιάζουν
και κάπως με vintage, λες κι έχουν
ξεπηδήσει από κάποιο παλαιό μηχανουργείο, που έπεσε έξω, γιατί αυτά που
κατασκεύαζε δεν ήταν λειτουργικά στην τεχνική.
Τώρα, αυτούς τους
πρωτόλειους ήχους, που έχει ανακαλύψει, ετοιμάσει και συνθέσει ο Παπαδόπουλος
τους περιλαβαίνει ένα δεύτερο μέλος των Modern Research in Sound and Vibration, ο Κωνσταντίνος Κίτσιος,
ο οποίος συνθέτει και αυτός και παράλληλα «ενορχηστρώνει» για όλα αυτά τα weird όργανα,
που ακούν στα ονόματα objectron,
coil, krikrak, radiotron, vomvyx, progressor κ.λπ.,
προγραμματίζοντας συγχρόνως μιαν ηχητική εξέλιξη, το σύνολο της οποίας προέρχεται
απ’ αυτούς τους ξεχωριστούς ήχους.
Περαιτέρω, και από μια τυχαία αφορμή, σ’ αυτό το άκουσμα, που οπωσδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί industrial, και άλλα πολλά, έρχεται να προστεθούν και δύο γυναικείες φωνές, εκείνες των ηθοποιών Χριστίνας Χριστοδούλου και Κατερίνας Πατσιάνη, οι οποίες απαγγέλουν την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, από την μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά.
Όλο αυτό το κράμα τώρα, μετατρέπεται σε δύο ξεχωριστά tracks, τα «Πράξις Α» και «Πράξις Β», που διαρκούν 24 και 20 λεπτά αντιστοίχως, καταλαμβάνοντας κάθε μία από τις δύο πλευρές του δίσκου.
Να θεωρηθεί το άλμπουμ ως ένα ιδιότυπο σάουντρακ της «Ηλέκτρας»; Δύσκολο να το πεις – και μάλλον όχι. Γιατί εδώ τα φωνητικά αποσπάσματα, επέχουν ρόλο οργανικής προσθήκης, δεν αποτελούν το concept του δίσκου – ένα concept, που δεν μπορεί παρά να συσχετιστεί με τον ήχο, και μόνον μ’ αυτόν, έναν ήχο, που κινείται μονίμως πέρα από τα όρια του weird και του noise.
Είναι ένα στοίχημα, αυτό που θέτουν εδώ οι Modern Research in Sound and Vibration. Οπωσδήποτε έχει μεγάλο ενδιαφέρον το εγχείρημά τους, «κρατώντας» τον ακροατή μέχρι το τέλος. Είναι, με άλλα λόγια, προσεγμένη η «Ηλέκτρα» και καλοσχεδιασμένη. Και δεν είναι λίγες οι φορές, κατά την διάρκεια αυτού του 44λεπτου, όπου νοιώθεις ότι ακούς κάτι σε σχέση και με ακραίο ψυχεδελικό ροκ, πειραματικό krautrock και τα ανάλογα.
Μια εντελώς ιδιόμορφη προσπάθεια, λοιπόν, που έχει βάθος και αξίζει να προσεχθεί.
Επαφή: https://intersonikrecordings.bandcamp.com/
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/4-nea-almpoym-poy-apodeiknyoyn-ypsilo-dynamiko-tis-ellinikis-diskografias
MODERN RESEARCH IN SOUND AND VIBRATION: Ηλέκτρα
[Intersonik Recordings, 2022]
Πριν πούμε τα σχετικά για την τελευταία έκδοση, αξίζει να προηγηθεί το εξής. Μετά από τρεις κυκλοφορίες φαίνεται πως η μικρή αυτή εταιρεία επενδύει πολλά και στο εικαστικό μέρος του πράγματος. Όχι μόνον με τα «σωστά» χαρτιά και τα gatefold εξώφυλλα, αλλά και με την ιδιαίτερη κάθε φορά προσοχή, που απαιτούν οι ηχογραφήσεις. Στην περίπτωση της «Ηλέκτρας» το εξώφυλλο είναι εντυπωσιακό, μοιάζει με unipak, ενώ περιέχει 12σέλιδο LP-sized booklet, με κείμενα και φωτογραφίες, που αφορούν, βεβαίως, στο ηχητικό δρώμενο. Θα πούμε, όμως, περί τίνος ακριβώς πρόκειται και στην πορεία...
Το concept του άλμπουμ των Modern Research in Sound and Vibration είναι παράξενο.
Τα παράξενα, τα weird όργανα, δεν είναι κάτι άγνωστο στο χώρο των ηχογραφήσεων. Οι φουτουριστές είχαν τα intonarumori, ο Harry Partch είχε σειρά weird ιδιοκατασκευασμένων οργάνων, με τα οποία ηχογραφούσε κανονικά, όπως και ο Raymond Scott εξάλλου (αυτός ασχολιόταν με πρωτόλεια ηλεκτρονικά), ενώ ακόμη και στον χώρο της pop παράξενα όργανα έχει χρησιμοποιήσει η Björk, οι Kraftwerk και άλλοι πολλοί.
Περαιτέρω, και από μια τυχαία αφορμή, σ’ αυτό το άκουσμα, που οπωσδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί industrial, και άλλα πολλά, έρχεται να προστεθούν και δύο γυναικείες φωνές, εκείνες των ηθοποιών Χριστίνας Χριστοδούλου και Κατερίνας Πατσιάνη, οι οποίες απαγγέλουν την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, από την μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά.
Όλο αυτό το κράμα τώρα, μετατρέπεται σε δύο ξεχωριστά tracks, τα «Πράξις Α» και «Πράξις Β», που διαρκούν 24 και 20 λεπτά αντιστοίχως, καταλαμβάνοντας κάθε μία από τις δύο πλευρές του δίσκου.
Να θεωρηθεί το άλμπουμ ως ένα ιδιότυπο σάουντρακ της «Ηλέκτρας»; Δύσκολο να το πεις – και μάλλον όχι. Γιατί εδώ τα φωνητικά αποσπάσματα, επέχουν ρόλο οργανικής προσθήκης, δεν αποτελούν το concept του δίσκου – ένα concept, που δεν μπορεί παρά να συσχετιστεί με τον ήχο, και μόνον μ’ αυτόν, έναν ήχο, που κινείται μονίμως πέρα από τα όρια του weird και του noise.
Είναι ένα στοίχημα, αυτό που θέτουν εδώ οι Modern Research in Sound and Vibration. Οπωσδήποτε έχει μεγάλο ενδιαφέρον το εγχείρημά τους, «κρατώντας» τον ακροατή μέχρι το τέλος. Είναι, με άλλα λόγια, προσεγμένη η «Ηλέκτρα» και καλοσχεδιασμένη. Και δεν είναι λίγες οι φορές, κατά την διάρκεια αυτού του 44λεπτου, όπου νοιώθεις ότι ακούς κάτι σε σχέση και με ακραίο ψυχεδελικό ροκ, πειραματικό krautrock και τα ανάλογα.
Μια εντελώς ιδιόμορφη προσπάθεια, λοιπόν, που έχει βάθος και αξίζει να προσεχθεί.
Επαφή: https://intersonikrecordings.bandcamp.com/
https://www.lifo.gr/culture/music/4-nea-almpoym-poy-apodeiknyoyn-ypsilo-dynamiko-tis-ellinikis-diskografias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου